- ξαναφέρνω
- (Μ ξαναφέρνω) φέρνω κάτι πάλι πίσω, επαναφέρωνεοελλ.φρ. «ξαναφέρνω στο μυαλό μου» — θυμάμαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναγνωρίζω — (Α ἀναγνωρίζω) γνωρίζω εκ νέου κάποιον ή κάτι που μού ήταν γνωστό προηγουμένως, ξαναφέρνω στη μνήμη μου, θυμάμαι νεοελλ. 1. δέχομαι κάτι ως πραγματικό, ομολογώ, παραδέχομαι, αποδέχομαι, εκτιμώ 2. θεωρώ κάτι έγκυρο 3. (μτχ. παθ. πρκμ.)… … Dictionary of Greek
αναζωοποιώ — ἀναζωοποιῶ ( έω) (Α) ξαναφέρνω στη ζωή, αναζωογονώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + ζωοποιῶ] … Dictionary of Greek
αναπλάθω — (Α ἀναπλάσσω και ττω) πλάθω εκ νέου, δίνω νέα μορφή σε κάτι, μεταμορφώνω, μετασχηματίζω διαμορφώνω προς το καλύτερο, αναμορφώνω, βελτιώνω (Εκκλ.) μέσ.αναγεννιέμαι με το βάπτισμα νεοελλ. 1. αναμορφώνω κάποιον ηθικά, τού δίνω νέα ηθική κατεύθυνση 2 … Dictionary of Greek
απάγω — (AM ἀπάγω) [άγω] αρπάζω και κρατώ κάποιον αρχ. 1. οδηγώ μακριά και κρατώ («ἀπάγουσι βόας καὶ ἴφια μῆλα» κλέβουν βόδια και παχιά πρόβατα, Όμηρος) 2. αφαιρώ, μετακινώ («ἀπάγω τὸ ἱμάτιον τοῡ τραχήλου», Πλούταρχος) 3. οδηγώ μακριά, αποσύρω («ἀπάγω… … Dictionary of Greek
επανάγω — (AM ἐπανάγω) [άγω] φέρνω κάτι στην προηγούμενη θέση ή κατάσταση, επαναφέρω («ἐπανήγαγες ἡμᾱς ἐξ ἀγνωσίας πρὸς εὐσέβειαν», Μηναία) νεοελλ. ξαναφέρνω μια υπόθεση στο δικαστήριο, κάνω έφεση, εφεσιβάλλω αρχ. Ι. 1. διεγείρω, εξεγείρω («ὀνείδεα… … Dictionary of Greek
επαναβάλλω — ἐπαναβάλλω (AM) μσν. θυμάμαι, ξαναφέρνω κάτι στον νου μου αρχ. 1. ρίχνω κάτι επάνω 2. μέσ. έπαναβάλλομαι ρίχνω ένα ρούχο στους ώμους μου β) αναβάλλω, βραδύνω, καθυστερώ για ενέργεια 3. ανασηκώνω, υψώνω, σηκώνω επάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανα… … Dictionary of Greek
επαναθέτω — 1. ξαναφέρνω κάτι στη θέση του, ξανατοποθετώ εκεί που ήταν 2. αναθέτω ξανά … Dictionary of Greek
επανακάμπτω — (AM ἐπανακάμπτω) 1. επανέρχομαι, επιστρέφω, ξαναγυρίζω 2. ξαναφέρνω στο νου πάλι, θυμίζω μσν. ξαναγυρίζω στα παλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανα κάμπτω «στρέφω προς τα πίσω»] … Dictionary of Greek
επαναφέρω — (AM ἐπαναφέρω) νεοελλ. 1. φέρνω πίσω, ξαναφέρνω 2. αποκαθιστώ («επανέφερε την τάξη») 3. θέτω εκ νέου, προβάλλω μσν. ζωντανεύω, ανασταίνομαι αρχ. μσν. συνέρχομαι, αναλαμβάνω, ξαναβρίσκω τις αισθήσεις μου αρχ. 1. αναφέρω, αποδίδω κάτι σε κάποιον… … Dictionary of Greek
επεισβάλλω — ἐπεισβάλλω (AM) μσν. 1. διαπερνώ 2. φρ. «ἐπεισβάλλω εἰς τὸν νοῡν» ξαναφέρνω στη σκέψη αρχ. 1. προσθέτω («ἐπεισβαλεῑν ἡδὺ σκύφον τοῡδ ἀσθενεστέρῳ ποτῷ», Ευρ.) 2. εισβάλλω ξανά («ἤν ἐν τῷ θέρει τῷδε... ἐπεσβάλητε τὸ δεύτερον», Θουκ.) 3. (για… … Dictionary of Greek